σχοινίλος

σχοινίλος
σχοινίλος
wagtail
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σχοινίλος — ή σχοινίκλος, ὁ, Α το πτηνό σουσουράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα ίλος (πρβλ. πεπρ ίλος)] …   Dictionary of Greek

  • κίγκλος — ὁ (Α κίγκλος) 1. μικρό πτηνό που κουνά συνεχώς την ουρά του, πιθ. είδος σουσουράδας («καὶ σχοίνιλος καὶ κίγκλος... πάντες δὲ οὗτοι τὸ οὐραῑον κινοῡσι», Αριστοτ.) 2. είδος σατυρικής ορχήσεως, κατά την οποία οι χορευτές έκαναν κωμικές κινήσεις… …   Dictionary of Greek

  • σχοινίκλος — ὁ, Α βλ. σχοινίλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”